- ἀσταφίς
- ἀσταφίςdried grapesfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek
ἀσταφίδα — ἀσταφίς dried grapes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίδας — ἀσταφίς dried grapes fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίδες — ἀσταφίς dried grapes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίδι — ἀσταφίς dried grapes fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίδος — ἀσταφίς dried grapes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίδων — ἀσταφίς dried grapes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίσι — ἀσταφίς dried grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταφίσιν — ἀσταφίς dried grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… … Dictionary of Greek